«Ξέρεις πώς πέθανε ο τελευταίος τίγρης της Τασμανίας;» με ρωτάει ο Τηλέμαχος στο αυτοκίνητο.
Πάντα νοιαζόταν να διαβάζει για τα ζώα, σε εγκυκλοπαίδειες και σε βιβλία. Τώρα πια, σχεδόν έντεκα, ψάχνει στο διαδίκτυο για ό,τι θέλει να μάθει.
«Πέθανε στον ζωολογικό κήπο. Ήταν ο τελευταίος που υπήρχε και τον άφησαν να πεθάνει εκεί μέσα. Το 1936. Υπάρχει και βίντεο.»
Στη φωνή του διακρίνω θλίψη και απορία.
«Το ‘χω δει το βίντεο», του λέω προσέχοντας τον δρόμο.
Περιμένει να του πω κάτι ακόμα. Η απάντηση μου είναι χωρίς αξία.
«Γιατί τον αφήσαν να πεθάνει εκεί μέσα;»
«Δεν υπήρχε άλλος. Τι να έκαναν;»
«Να τον άφηναν ελεύθερο.»
«Πάλι θα πέθαινε.»
«Ναι, αλλά θα πέθαινε ελεύθερος.»
Ο Τηλέμαχος, ως παιδί, κι ως άνθρωπος ευαίσθητος, είδε το βίντεο κι ένιωσε την απόγνωση του τελευταίου τίγρη. Δεν σκέφτηκε κυνικά ή επιστημονικά. Ένιωσε.
Πίστεψε ότι θα ήταν καλύτερο να τον αφήσουν να φύγει. Να χαθεί στα δάση της Τασμανίας, να κυνηγήσει, να ψάξει μήπως βρει ένα τελευταίο θηλυκό -έναν αρσενικό έστω, για να πιούνε μπύρες αντικρίζοντας την εξάλειψη.
«Να πεθάνει ελεύθερος», αυτό είπε ο Τηλέμαχος.
Αργότερα, κάμποσες ώρες μετά μου ξαναμιλάει για τον τίγρη.
«Τον είχαν επικηρύξει», μου είπε. «Επειδή τους έτρωγε τα πρόβατα.»
«Οι πρώτες επικυρήξεις ξεκίνησαν από το 1830, και μεταξύ του 1888 και 1909 η τοπική κυβέρνηση της Τασμανίας πλήρωνε 1 λίρα για κάθε νεκρό ενήλικο θυλακίνο και 10 σελίνια για τα κουτάβια τους. Τα αρχεία δείχνουν, πως εξαργυρώθηκαν συνολικά 2.184 επικυρήξεις, αλλά πιστεύεται πως σκοτώθηκαν πολλοί περισσότεροι θυλακίνοι πέρα από τις επικυρήξεις που πληρώθηκαν. Η εξαφάνιση τους, αποδίδεται συχνά σε αυτές τις αμείωτης έντασης προσπάθειες των γεωργών, κτηνοτρόφων και κυνηγών επικυρήξεων.» πηγή wikipedia
«Πώς το ‘καναν αυτό;» με ρωτάει.
«Για τον τίγρη ρωτάς;» του λέω. «Για το ζώο; Οι Ευρωπαίοι που πήγαν στην Τασμανία βρήκαν ανθρώπους, που ζούσαν σε πρωτόγονη κατάσταση. Τους εξόντωσαν όλους. Τους επικήρυξαν κι αυτούς. 5 λίρες για κάθε μεγάλο και 2 λίρες για κάθε παιδί. Την τελευταία Τασμανή την ονόμασαν Τρουγκανίνι, και πέθανε το 1876. Φυλακισμένη κι εκείνη, με ρούχα ευρωπαϊκά, σε σπίτι ευρωπαϊκό.»
Κάνω μια μικρή παύση. Τ’ αυτοκίνητα μποτιλιαρισμένα. Πού πάμε; Τι τρέχουμε να προλάβουμε;
«Εξόντωσαν κι εξοντώνουν ανθρώπους. Νομίζεις ότι θα λυπόντουσαν τα ζώα;»
«Γιατί είναι έτσι ο άνθρωπος;» με ρωτάει και φυσικά δεν μπορώ ν’ απαντήσω στην ερώτηση του.
Γιατί είναι έτσι ο άνθρωπος;
Την επόμενη ή μπορεί τη μεθεπόμενη μέρα, για λόγους άσχετους με τη συζήτηση που προανέφερα, βάζω να δω μια ταινία του Μελ Γκίμπσον, το «Apocalypto».
Ο σκηνοθέτης προσπαθεί να αποδώσει μια εικόνα της προκολομβιανής Αμερικής, πώς ζούσαν οι αυτόχθονες πριν την εισβολή των Ευρωπαίων και την αρχή της Μεγάλης Γενοκτονίας (δες παλιότερο κείμενο «Η μεγαλύτερη γενοκτονία της ανθρωπότητας»).
Παρά τα ιστορικά λάθη, που δεν πρέπει να μας απασχολούν σ’ ένα καλλιτεχνικό έργο, ο Γκίμπσον δίνει με πολλή ένταση και βία, τη διαφορά ανάμεσα στους ανθρώπους του δάσους, τις μικρές φυλές-ομάδες, και στους Μάγια.
Οι Μάγια είχαν αναπτύξει τον «λαμπρότερο» πολιτισμό του δυτικού ημισφαιρίου, ισάξιο σε πολλά επιτεύγματα εκείνων της Αιγύπτου, της Ινδίας και της Κίνας.
Όμως ποιο ήταν το «καύσιμο» του πολιτισμού των Μάγια; Όπως συμβαίνει σε κάθε αυτοκρατορία, είτε είναι η Ρωμαϊκή είτε είναι η Βρετανική, το καύσιμο είναι οι άνθρωποι, το αίμα τους και ο ιδρώτας τους.
Πόλεμος και σκλαβιά, πόλεμος και εκμετάλλευση. Όσο μεγαλώνει μια ομάδα ανθρώπων και αποκτά συγκεντρωτική εξουσία, από φυλή σε έθνος σε πόλη σε βασίλειο σε αυτοκρατορία, τόσο αυξάνονται οι ανάγκες της για καύσιμα, τόσο πιο βίαιη γίνεται, τόσο περισσότερο αίμα και ιδρώτα ζητάει.
Η αυτοκρατορία των Μάγια παρήκμασε πριν την εισβολή των Ευρωπαίων. Αυτό συμβαίνει σε όλες τις αυτοκρατορίες. Φτάνουν στο ύψιστο σημείο μεγέθους που μπορούν κι έπειτα τελειώνουν οι πόροι. Τότε κάποιοι άλλοι, έρχονται να πάρουν τη θέση τους.
Η Βυζαντινή αυτοκρατορία είχε παρακμάσει πολύ πριν έρθουν οι Τούρκοι. Ο Τζέγκινς Χαν οδήγησε τους Μογγόλους απ’ τον Ειρηνικό ως την Κασπία, όταν οι Κινέζοι δεν μπορούσαν πια ν’ αντισταθούν.
Το μόνο κοινό σημείο σ’ όλες τις αυτοκρατορίες που έχουν ακμάσει και παρακμάσει στον πλανήτη μας είναι η βία, ο πόλεμος, το αίμα.
Καμία αυτοκρατορία δεν επικράτησε ειρηνικά-φιλοσοφικά.
Οι ινδιάνοι του δάσους ζούσαν κι επιβίωναν ως μέρος του δάσους. Σπάνια έτρωγαν κρέας, τα μεγάλα θηράματα ήταν γιορτή για την ομάδα. Συνήθως αρκούνταν σε μικρά ζώα-ερπετά-τρωκτικά. Φοβούνταν τον ιαγουάρο και θα τον σκότωναν αν τον έβρισκαν μπροστά τους -για να επιζήσουν. Όμως την ίδια στιγμή τον σέβονταν κι ήξεραν ότι είναι εξίσου σημαντικός μ’ εκείνους -αν όχι ανώτερος.
Οι ινδιάνοι της αυτοκρατορίας των Μάγια, έπρεπε να ταΐσουν-ντύσουν-στολίσουν τους βασιλιάδες, την αριστοκρατία, τους ιερείς, τους στρατιώτες, τους τεχνίτες, τους υπηρέτες, τις πόρνες, τους δούλους. Καθώς το καλαμπόκι δεν αποδίδει αρκετά μέσα στη ζούγκλα και μεγάλα κοπάδια δεν μπορούσαν να συντηρηθούν (η οικολογία προηγείται της κοινωνιολογίας), αναγκάστηκαν να αναζητήσουν πρωτεΐνες στο ανθρώπινο κρέας (δες παλιότερο κείμενο (Ανθρωποφαγία – ή πώς να μαγειρέψετε τους συγγενείς σας).
Η ανθρωποφαγία ήταν ανάγκη για τους Μάγια -και η θρησκεία ήταν η νομιμοποίηση της ανάγκης.
Με τη σειρά της η χριστιανική θρησκεία καθαγίασε την εισβολή και τον σφαγιασμό των ινδιάνων. Όχι για τροφή, αλλά για πλούτο, κυριαρχία, επέκταση.
Αυτός είναι ο άνθρωπος. Γιατί είναι έτσι ο άνθρωπος;
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, κάπου στην Ευρώπη:
Τ’ αυτοκίνητα παρκαρισμένα παντού. Ο γκιόνης δεν ακούγεται απόψε. Μόνο τ’ αυτοκίνητα και τα μηχανάκια.
Απέναντι εξαόροφες πολυκατοικίες, με το συναγερμό απέξω να προειδοποιεί τους διαρρήκτες.
Μόνα ζωντανά τα σκυλιά που γαβγίζουν στα μπαλκόνια και τα φυτά που μαραίνονται στα γλαστράκια. Και τα καρτερικά δέντρα στο πεζοδρόμιο.
Δεν μπορώ καν να δω τον ουρανό απ’ το μπαλκόνι που κάθομαι. Κι εκεί, αν σκύψω μπροστά, μετά βίας φαίνονται τρία αστέρια.
Δεν έχουμε καμία επαφή με τη φύση, τη ζωή, μόνο τσιμέντο και led. Αλλά το συνηθίσαμε -κι έχουμε και wifi.
Και πρέπει να σηκωθούμε νωρίς το πρωί για το σχολείο κι ύστερα δουλειά κι ύστερα περισσότερες υποχρεώσεις κι ύστερα…
Στην παγκόσμια αυτοκρατορία το καύσιμο είμαστε εμείς.
Να πεθαίνουμε αιχμάλωτοι σαν τον τελευταίο τίγρη της Τασμανίας και -αυτό είναι το πιο αστείο- να νομίζουμε ότι είμαστε ελεύθεροι.
Αυτό είναι το πιο τραγικό: Νομίζουμε ότι είμαστε ελεύθεροι.
Αλλά έχουμε wi-fi.
Πάντα νοιαζόταν να διαβάζει για τα ζώα, σε εγκυκλοπαίδειες και σε βιβλία. Τώρα πια, σχεδόν έντεκα, ψάχνει στο διαδίκτυο για ό,τι θέλει να μάθει.
«Πέθανε στον ζωολογικό κήπο. Ήταν ο τελευταίος που υπήρχε και τον άφησαν να πεθάνει εκεί μέσα. Το 1936. Υπάρχει και βίντεο.»
Στη φωνή του διακρίνω θλίψη και απορία.
«Το ‘χω δει το βίντεο», του λέω προσέχοντας τον δρόμο.
Περιμένει να του πω κάτι ακόμα. Η απάντηση μου είναι χωρίς αξία.
«Γιατί τον αφήσαν να πεθάνει εκεί μέσα;»
«Δεν υπήρχε άλλος. Τι να έκαναν;»
«Να τον άφηναν ελεύθερο.»
«Πάλι θα πέθαινε.»
«Ναι, αλλά θα πέθαινε ελεύθερος.»
Ο Τηλέμαχος, ως παιδί, κι ως άνθρωπος ευαίσθητος, είδε το βίντεο κι ένιωσε την απόγνωση του τελευταίου τίγρη. Δεν σκέφτηκε κυνικά ή επιστημονικά. Ένιωσε.
Πίστεψε ότι θα ήταν καλύτερο να τον αφήσουν να φύγει. Να χαθεί στα δάση της Τασμανίας, να κυνηγήσει, να ψάξει μήπως βρει ένα τελευταίο θηλυκό -έναν αρσενικό έστω, για να πιούνε μπύρες αντικρίζοντας την εξάλειψη.
«Να πεθάνει ελεύθερος», αυτό είπε ο Τηλέμαχος.
~~
Αργότερα, κάμποσες ώρες μετά μου ξαναμιλάει για τον τίγρη.
«Τον είχαν επικηρύξει», μου είπε. «Επειδή τους έτρωγε τα πρόβατα.»
«Οι πρώτες επικυρήξεις ξεκίνησαν από το 1830, και μεταξύ του 1888 και 1909 η τοπική κυβέρνηση της Τασμανίας πλήρωνε 1 λίρα για κάθε νεκρό ενήλικο θυλακίνο και 10 σελίνια για τα κουτάβια τους. Τα αρχεία δείχνουν, πως εξαργυρώθηκαν συνολικά 2.184 επικυρήξεις, αλλά πιστεύεται πως σκοτώθηκαν πολλοί περισσότεροι θυλακίνοι πέρα από τις επικυρήξεις που πληρώθηκαν. Η εξαφάνιση τους, αποδίδεται συχνά σε αυτές τις αμείωτης έντασης προσπάθειες των γεωργών, κτηνοτρόφων και κυνηγών επικυρήξεων.» πηγή wikipedia
«Πώς το ‘καναν αυτό;» με ρωτάει.
«Για τον τίγρη ρωτάς;» του λέω. «Για το ζώο; Οι Ευρωπαίοι που πήγαν στην Τασμανία βρήκαν ανθρώπους, που ζούσαν σε πρωτόγονη κατάσταση. Τους εξόντωσαν όλους. Τους επικήρυξαν κι αυτούς. 5 λίρες για κάθε μεγάλο και 2 λίρες για κάθε παιδί. Την τελευταία Τασμανή την ονόμασαν Τρουγκανίνι, και πέθανε το 1876. Φυλακισμένη κι εκείνη, με ρούχα ευρωπαϊκά, σε σπίτι ευρωπαϊκό.»
Κάνω μια μικρή παύση. Τ’ αυτοκίνητα μποτιλιαρισμένα. Πού πάμε; Τι τρέχουμε να προλάβουμε;
«Εξόντωσαν κι εξοντώνουν ανθρώπους. Νομίζεις ότι θα λυπόντουσαν τα ζώα;»
«Γιατί είναι έτσι ο άνθρωπος;» με ρωτάει και φυσικά δεν μπορώ ν’ απαντήσω στην ερώτηση του.
Γιατί είναι έτσι ο άνθρωπος;
~~
Την επόμενη ή μπορεί τη μεθεπόμενη μέρα, για λόγους άσχετους με τη συζήτηση που προανέφερα, βάζω να δω μια ταινία του Μελ Γκίμπσον, το «Apocalypto».
Ο σκηνοθέτης προσπαθεί να αποδώσει μια εικόνα της προκολομβιανής Αμερικής, πώς ζούσαν οι αυτόχθονες πριν την εισβολή των Ευρωπαίων και την αρχή της Μεγάλης Γενοκτονίας (δες παλιότερο κείμενο «Η μεγαλύτερη γενοκτονία της ανθρωπότητας»).
Παρά τα ιστορικά λάθη, που δεν πρέπει να μας απασχολούν σ’ ένα καλλιτεχνικό έργο, ο Γκίμπσον δίνει με πολλή ένταση και βία, τη διαφορά ανάμεσα στους ανθρώπους του δάσους, τις μικρές φυλές-ομάδες, και στους Μάγια.
Οι Μάγια είχαν αναπτύξει τον «λαμπρότερο» πολιτισμό του δυτικού ημισφαιρίου, ισάξιο σε πολλά επιτεύγματα εκείνων της Αιγύπτου, της Ινδίας και της Κίνας.
Όμως ποιο ήταν το «καύσιμο» του πολιτισμού των Μάγια; Όπως συμβαίνει σε κάθε αυτοκρατορία, είτε είναι η Ρωμαϊκή είτε είναι η Βρετανική, το καύσιμο είναι οι άνθρωποι, το αίμα τους και ο ιδρώτας τους.
Πόλεμος και σκλαβιά, πόλεμος και εκμετάλλευση. Όσο μεγαλώνει μια ομάδα ανθρώπων και αποκτά συγκεντρωτική εξουσία, από φυλή σε έθνος σε πόλη σε βασίλειο σε αυτοκρατορία, τόσο αυξάνονται οι ανάγκες της για καύσιμα, τόσο πιο βίαιη γίνεται, τόσο περισσότερο αίμα και ιδρώτα ζητάει.
~~
Η αυτοκρατορία των Μάγια παρήκμασε πριν την εισβολή των Ευρωπαίων. Αυτό συμβαίνει σε όλες τις αυτοκρατορίες. Φτάνουν στο ύψιστο σημείο μεγέθους που μπορούν κι έπειτα τελειώνουν οι πόροι. Τότε κάποιοι άλλοι, έρχονται να πάρουν τη θέση τους.
Η Βυζαντινή αυτοκρατορία είχε παρακμάσει πολύ πριν έρθουν οι Τούρκοι. Ο Τζέγκινς Χαν οδήγησε τους Μογγόλους απ’ τον Ειρηνικό ως την Κασπία, όταν οι Κινέζοι δεν μπορούσαν πια ν’ αντισταθούν.
Το μόνο κοινό σημείο σ’ όλες τις αυτοκρατορίες που έχουν ακμάσει και παρακμάσει στον πλανήτη μας είναι η βία, ο πόλεμος, το αίμα.
Καμία αυτοκρατορία δεν επικράτησε ειρηνικά-φιλοσοφικά.
~~
Οι ινδιάνοι του δάσους ζούσαν κι επιβίωναν ως μέρος του δάσους. Σπάνια έτρωγαν κρέας, τα μεγάλα θηράματα ήταν γιορτή για την ομάδα. Συνήθως αρκούνταν σε μικρά ζώα-ερπετά-τρωκτικά. Φοβούνταν τον ιαγουάρο και θα τον σκότωναν αν τον έβρισκαν μπροστά τους -για να επιζήσουν. Όμως την ίδια στιγμή τον σέβονταν κι ήξεραν ότι είναι εξίσου σημαντικός μ’ εκείνους -αν όχι ανώτερος.
Οι ινδιάνοι της αυτοκρατορίας των Μάγια, έπρεπε να ταΐσουν-ντύσουν-στολίσουν τους βασιλιάδες, την αριστοκρατία, τους ιερείς, τους στρατιώτες, τους τεχνίτες, τους υπηρέτες, τις πόρνες, τους δούλους. Καθώς το καλαμπόκι δεν αποδίδει αρκετά μέσα στη ζούγκλα και μεγάλα κοπάδια δεν μπορούσαν να συντηρηθούν (η οικολογία προηγείται της κοινωνιολογίας), αναγκάστηκαν να αναζητήσουν πρωτεΐνες στο ανθρώπινο κρέας (δες παλιότερο κείμενο (Ανθρωποφαγία – ή πώς να μαγειρέψετε τους συγγενείς σας).
Η ανθρωποφαγία ήταν ανάγκη για τους Μάγια -και η θρησκεία ήταν η νομιμοποίηση της ανάγκης.
Με τη σειρά της η χριστιανική θρησκεία καθαγίασε την εισβολή και τον σφαγιασμό των ινδιάνων. Όχι για τροφή, αλλά για πλούτο, κυριαρχία, επέκταση.
Αυτός είναι ο άνθρωπος. Γιατί είναι έτσι ο άνθρωπος;
~~
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, κάπου στην Ευρώπη:
Τ’ αυτοκίνητα παρκαρισμένα παντού. Ο γκιόνης δεν ακούγεται απόψε. Μόνο τ’ αυτοκίνητα και τα μηχανάκια.
Απέναντι εξαόροφες πολυκατοικίες, με το συναγερμό απέξω να προειδοποιεί τους διαρρήκτες.
Μόνα ζωντανά τα σκυλιά που γαβγίζουν στα μπαλκόνια και τα φυτά που μαραίνονται στα γλαστράκια. Και τα καρτερικά δέντρα στο πεζοδρόμιο.
Δεν μπορώ καν να δω τον ουρανό απ’ το μπαλκόνι που κάθομαι. Κι εκεί, αν σκύψω μπροστά, μετά βίας φαίνονται τρία αστέρια.
Δεν έχουμε καμία επαφή με τη φύση, τη ζωή, μόνο τσιμέντο και led. Αλλά το συνηθίσαμε -κι έχουμε και wifi.
Και πρέπει να σηκωθούμε νωρίς το πρωί για το σχολείο κι ύστερα δουλειά κι ύστερα περισσότερες υποχρεώσεις κι ύστερα…
Στην παγκόσμια αυτοκρατορία το καύσιμο είμαστε εμείς.
Να πεθαίνουμε αιχμάλωτοι σαν τον τελευταίο τίγρη της Τασμανίας και -αυτό είναι το πιο αστείο- να νομίζουμε ότι είμαστε ελεύθεροι.
Αυτό είναι το πιο τραγικό: Νομίζουμε ότι είμαστε ελεύθεροι.
Αλλά έχουμε wi-fi.
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -
Ευχαριστούμε τον Φίλο... pan1952